σκύνια

σκύνια
σκύνιον
skin above the eyes
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επισκύνιον — ἐπισκύνιον, τό (AM) το δέρμα τού μετώπου πάνω από τα φρύδια αρχ. 1. υπερηφάνεια, αλαζονεία 2. σεμνότητα, σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *επι σκύνιος, όπου το θέμα σκυν συνδέεται με αρχ. ινδ. sku nā ti «καλύπτει». Το απλό σκυνια «φρύδια» είναι σπάνιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”